- βουτάω
- βουτάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), βούτηξα βλ. πίν. 66
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μυστιλώμαι — μυστιλῶμαι, άομαι (Α) [μυστίλη] 1. βουτώ ψωμί στον ζωμό και τρώγω 2. μτφ. υπεξαιρώ με απληστία, «βουτάω», κλέβω («κἀμφοῑν χειροῑν μυστιλᾱται τῶν δημοσίων», Αριστοφ.) 3. (η μτχ. παρακμ.) μεμυστιλημένος, η, ον κατασκευασμένος με τα δάκτυλα σε σχήμα … Dictionary of Greek
ψειρίζω — Ν [ψείρα] 1. καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις ψείρες, ξεψειρίζω 2. μτφ. α) λεπτολογώ υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες («τά ψειρίζει όλα») β) αποσπώ χρήματα με έντεχνο τρόπο, τά βουτάω 3. παροιμ. «άδειος και καθούμενος ψείριζε τ… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω έκλεψα, κλέφτηκα και κλάπηκα, κλεμμένος 1. αφαιρώ κρυφά ή με απάτη πράγμα που ανήκει σε άλλον, ιδιοποιούμαι κάτι, βουτάω: Μπήκαν στο χρυσοχοείο το βράδυ κι έκλεψαν ρολόγια και κοσμήματα. 2. αρπάζω βίαια κόρη και τη νυμφεύομαι: Δεν του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)